σηκηκόρος

σηκηκόρος
ὁ, ἡ, Α
βλ. σηκοκόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηκοκόρος — ὁ, ἡ, ΜΑ, και σηκηκόρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καθαρίζει τον στάβλο ή την μάντρα, ο βοσκός μσν. (κατά τον Ζων.) «νεωκόρος, φύλαξ ναΐσκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα», αλλά και «κυρίως ναός» + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”